πάσχω

πάσχω
πάσχω (πάσχων; πάσχειν: fut. πείσομαι: aor. ἔπᾰθεν, (πᾰθον; πᾰθών, -όντες; πᾰθεῖν.)
a in bad sense, suffer

Κάδμοιο κούραις, ἔπαθον αἳ μεγάλα O. 2.23

ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.64

οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον P. 1.73

τάχα δὲ παθὼν ἐοικότ' ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον P. 2.29

οἷα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

ἐπεὶ ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32

καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι

Διός N. 10.65

[τί πείσομα[ι] (πείθομαι Π̆ς) Πα. 7B. 42, v.

πείθω.] ὀλοφύρομαι οὐδέν, ὅ τι πάντων μέτα πείσομαι Pae. 9.21

b in good sense
I εὖ πάσχω, enjoy success

τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων P. 1.99

χρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ' εὖ πασχέμεν P. 3.105

ἐόντων εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι φίλοις ἐξαρκέων N. 1.32

εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13

II experience, enjoy

τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ P. 8.6

τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89

κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον (sc. Νικόμαχον),

σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι, παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον I. 2.24

ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1.
c frag., ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις Πα. 13. b. 6.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάσχω — βλ. πίν. 31 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: πάσχω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται το ρ. με αόριστο έπαθα. Λόγω της ειδικής έννοιας που έχει στα νέα ελληνικά (→ υποφέρω από) δεν απαντάται στον αόριστο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πάσχω — have pres subj act 1st sg πάσχω have pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • πάσχω — παθαίνω, υποφέρω, είμαι άρρωστος, νοσώ: Πάσχει οπό φυματίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάσχετον — πάσχω have pres imperat act 2nd dual πάσχω have pres ind act 3rd dual πάσχω have pres ind act 2nd dual πάσχω have imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσχον — πάσχω have pres part act masc voc sg πάσχω have pres part act neut nom/voc/acc sg πάσχω have imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πάσχω have imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσχετε — πάσχω have pres imperat act 2nd pl πάσχω have pres ind act 2nd pl πάσχω have imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσχῃ — πάσχω have pres subj mp 2nd sg πάσχω have pres ind mp 2nd sg πάσχω have pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθόν — πάσχω have aor part act masc voc sg πάσχω have aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθόντα — πάσχω have aor part act neut nom/voc/acc pl πάσχω have aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθόντων — πάσχω have aor part act masc/neut gen pl πάσχω have aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”